αγραβανής

αγραβανής
και αγριβανής, ο [αγραβάνι] αυτός που από οργή ή πυρετό γίνεται κατακόκκινος, όπως ο καρπός τής αγραβανιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγραβάνι — και αγροβάνι, το η αγραβανιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. erguvan, κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημ. Αθ. ΠΑΡ. αγραβανής] …   Dictionary of Greek

  • αγραβανιάζω — και αγριβανιάζω [αγραβανής] γίνομαι κατακόκκινος, όπως ο καρπός τής αγραβανιάς …   Dictionary of Greek

  • αγριβανής — ο βλ. αγραβανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”